- Μαντύας
- Μαντύᾱς , Μαντύηςmasc acc plΜαντύᾱς , Μαντύηςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαντύας — μαντύας, ο και μαντύα, η 1. επίσημο και πολυτελές ένδυμα βασιλιάδων, ηγεμόνων, επισκόπων κτλ. 2. ριχτό υφασμάτινο πανωφόρι. 3. στρατιωτικό παλτό, χλαίνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανδύας — ο 1. ο μαντύας (βλ. λ.). 2. (γεωλ.), στρώμα του εσωτερικού της Γης ανάμεσα στο φλοιό και τον πυρήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)